- κοντράρομαι
- κοντράρομαι, κοντραρίστηκα, κοντραρισμένος βλ. πίν. 54——————Σημειώσεις:κοντράρομαι : στην παθητική φωνή το ρ. σημαίνει → συγκρούομαι με κάποιον, επομένως έχει παραπλήσια έννοια με εκείνη του κοντράρω (κάποιον) εναντιώνομαι, έρχομαι σε αντιπαράθεση με κάποιον.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.